- καλόσφυρα
- ηναυτ. είδος ξύλινου σφυριού, κν. ματσόλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ματσόλα — και ματσιόλα, η 1. ξύλινο δικέφαλο σφυρί που χρησιμοποιούν οι βαρελοποιοί και οι λευκοσιδηρουργοί 2. ναυτ. καλόσφυρα που χρησιμοποιείται για τη σπαργάνωση τών σχοινιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mazzola] … Dictionary of Greek